- τσιβί
- το(λ. τουρκ.), ξύλινο καρφί, ξυλοκάρφι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιβί — το, Ν (διαλ. τ.) 1. ξύλινο καρφί, ξυλοκάρφι 2. σφήνα, γόμφος 3. φρ. «τού μπήκε το τσιβί» i) αναγκάστηκε, υποχρεώθηκε ii) είναι ανυπόμονος· [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης] … Dictionary of Greek
Δίκτη — Οροσειρά (υψηλότερη κορυφή 2.148 μ.) της Κρήτης. Εκτείνεται σε μήκος 9 10 χλμ. και πλάτος 5 6 χλμ. και έχει σχήμα πετάλου. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού και περικλείει την υψηλή καρστική λεκάνη, το εύφορο και πυκνοκατοικημένο οροπέδιο… … Dictionary of Greek